χρονολογώ — χρονολογώ, χρονολόγησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χρονολογώ — χρονολόγησα, χρονολογήθηκα, χρονολογημένος 1. ορίζω τη χρονολογία ενός γεγονότος ή εγγράφου. 2. το μέσο, χρονολογούμαι σημαίνει καθορίζομαι χρονολογικά, υπάρχω από ορισμένη εποχή, αρχίζω να αριθμούμαι από ορισμένη εποχή: Αυτό χρονολογείται από… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρονολόγηση — η, Ν 1. η ενέργεια τού χρονολογώ, καθορισμός χρονολογίας, η τοποθέτηση τών γεγονότων στον χρόνο 2. (σχετικά με έγγραφο) αναγραφή χρονολογίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρονολογώ. Η λ., στον λόγιο τ. χρονολόγησις, μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη] … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
αχρονολόγητος — η, ο 1. αυτός που δεν φέρει χρονολογία 2. αυτός που δεν μπορεί να χρονολογηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + χρονολογώ ( έω). Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστ. Πολυζωίδη] … Dictionary of Greek
προχρονολογώ — έω, Ν σημειώνω σε έγγραφο χρονολογία προγενέστερη τής πραγματικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χρονολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ἑλληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
υστεροχρονολογώ — Ν αποδίδω σε έγγραφο, γεγονός ή ιστορικό μνημείο χρονολογία μεταγενέστερη τής πραγματικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύστερος + χρονολογώ] … Dictionary of Greek
χρονολογικός — ή, ό, Ν [χρονολογώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χρονολογία («χρονολογική σειρά»). επίρρ... χρονολογικώς και χρονολογικά Ν από χρονολογική άποψη … Dictionary of Greek